βυτιοφόρο

βυτιοφόρο
το
όχημα πάνω στο οποίο είναι προσαρμοσμένο βυτίο: Το πετρέλαιο διανέμεται στα σπίτια από ένα βυτιοφόρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βυτιοφόρο — το όχημα εφοδιασμένο με βυτίο για τη μεταφορά υγρών καυσίμων ή λυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίο + φορο < φέρω. Η λ. βυτιοφόρος μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”